- σαμπανιζέ
- ο, η, το, Nάκλ. αυτός που έχει τις ιδιότητες τής σαμπάνιας, αφρώδης («σαμπανιζέ κρασί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. champagnise (βλ. και λ. σαμπάνια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφρόμετρο — Ειδικό χημικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πίεσης που εξασκούν οι φυσαλίδες του ανθρακικού οξέος, το οποίο περιέχεται στα αφρώδη κρασιά (σαμπανιζέ). Η ωρίμανση του κρασιού είναι ανάλογη προς την πίεση του ανθρακικού οξέος, που… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek